- στεφανίτις
- -ίδος, ἡ, ΜΑβλ. στεφανίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεφανίτης — ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. στεφανῑτις, ίτιδος, ΜΑ, και στεφανείτης Α νεοελλ. 1. (ορυκτ.) αντιμονιοθειούχο ορυκτό τού αργύρου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών θειοαλάτων και απαντά με τη μορφή μαύρων στιλπνών ορθορομβικών κρυστάλλων, λεπτών τεμαχιδίων ή… … Dictionary of Greek
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
στεφανίτιδας — στεφανί̱τιδας , στεφανῖτις of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίτιδος — στεφανί̱τιδος , στεφανῖτις of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)